- ασβέστωμα
- το [ασβεστώνω]η επάλειψη με ασβέστη, το άσπρισμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ασβέστωμα — το, ατος η επίχριση με ασβέστι: Το ασβέστωμα των σπιτιών, των αυλών κτλ.είναι και απολύμανση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
υδρόχρωμα — το, ατος 1. χρωστική ουσία διαλυτή σε νερό, νερομπογιά. 2. χρωστική ουσία διαλυμένη στο νερό, νερομπογιά. 3. γαλάκτωμα χρωματισμένου ασβέστη για ασθέστωμα: Το δωμάτιο είναι βαμμένο με υδρόχρωμα. 4. ασβέστωμα ή χρωματισμένο ασβέστωμα: Το υδρόχρωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άσπρισμα — το [ασπρίζω] 1. το το να κάνει άσπρο κάποιος κάτι με πλύσιμο ή με καθάρισμα 2. το ασβέστωμα … Dictionary of Greek
ανθονόμος — Γένος κολεοπτέρων εντόμων της οικογένειας των κουρκουλιονιδών. Στην Ευρώπη ζουν περίπου 30 είδη. Το μήκος του σώματός τους είναι 5 7,5 χιλιοστά και το χρώμα τους κυμαίνεται από ανοιχτό έως σκούρο καφέ. Τα κυριότερα από τα είδη είναι τα ακόλουθα:… … Dictionary of Greek
ασβέστωση — η (Μ ἀσβέστωσις) το ασβέστωμα, το άσπρισμα … Dictionary of Greek
θερμοκήπιο — Στεγασμένος και περιφραγμένος χώρος με προορισμό να προφυλάξει από το χειμερινό ψύχος τα καρποφόρα και καλλωπιστικά φυτά που δεν αντέχουν στην ύπαιθρο ή για να εξασφαλίσει τεχνητά για μερικά τροπικά είδη οικολογικές συνθήκες όμοιες με εκείνες που … Dictionary of Greek
μεταξοσκώληκας — Κοινή ονομασία της προνύμφης του λεπιδόπτερου εντόμου Bombyx ή Sericaria mori, της οικογένειας των βομβυκιδών, η οποία παράγει το μετάξι. Ο μ. έχει επίμηκες σώμα και τρέφεται αποκλειστικά με φυτά μουριάς. Η προνύμφη αυτή υφίσταται τέσσερις… … Dictionary of Greek
μπαντανάς — ο βάψιμο τοίχων με υδρόχρωμα, το ασβέστωμα, το άσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. badana] … Dictionary of Greek
περιαλιφή — ἡ, Α επίχριση με ασβέστη, το ασβέστωμα, το άσπρισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περιαλείφω. Ο τ. ἀ λιφ ή, παρλλ. τού ἀλοιφή, εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας τού ἀλείφω*, αν δεν πρόκειται βέβαια για εσφαλμένη γραφή (πρβλ. κατ αλιφή)] … Dictionary of Greek
τιτάνωση — η, Ν (παλ. λόγιος όρος) επίχριση με τίτανο, ασβέστωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τιτανοῦμαι (< τίτανος «γύψος»). Η λ., στον λόγιο τ. τιτάνωσις, μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα] … Dictionary of Greek